- απλοιζομαι
- ἁπλοΐζομαιпоступать открыто, действовать прямо
(πρός τινα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρός τινα Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απλοΐζομαι — ἀπλοΐζομαι (Α) συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους … Dictionary of Greek
ἁπλοιζομένων — ἁπλοίζομαι behave simply pres part mp fem gen pl ἁπλοίζομαι behave simply pres part mp masc/neut gen pl ἁπλοϊζομένων , ἁπλοίζομαι behave simply pres part mp fem gen pl ἁπλοϊζομένων , ἁπλοίζομαι behave simply pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοιζόμενος — ἁπλοίζομαι behave simply pres part mp masc nom sg ἁπλοϊζόμενος , ἁπλοίζομαι behave simply pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοίζεσθαι — ἁπλοίζομαι behave simply pres inf mp ἁπλοΐζεσθαι , ἁπλοίζομαι behave simply pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπλοίζεται — ἁπλοίζομαι behave simply pres ind mp 3rd sg ἁπλοΐζεται , ἁπλοίζομαι behave simply pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)